ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ

Απειλητική παραμένει για τα ελληνικά νοικοκυριά η ενεργειακή φτώχεια, καθώς μεγάλος αριθμός βρίσκεται εκτεθειμένος στις καιρικές συνθήκες και στην υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσής του, ενώ αδυνατεί ή δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο υψηλό ενεργειακό κόστος που παγιώνεται στην αγορά, όταν την ίδια στιγμή οι ενεργειακές εταιρείες θησαυρίζουν σωρεύοντας υπερκέρδη με τις ευλογίες της κυβέρνησης.
Πλέον στη χώρα μας έρχεται να προστεθεί στην αδυναμία επαρκούς θέρμανσης των σπιτιών και η αντίστοιχη δυσκολία ψύξης το καλοκαίρι, με σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής των πολιτών, ενώ τα περισσότερα σπίτια παραμένουν ενεργειακά υποβαθμισμένα και η ακρίβεια κατατρώει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) για την «κατάσταση του περιβάλλοντος» στην Ευρώπη, που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες, το επίπεδο ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Όπως επισημαίνεται, πολλά νοικοκυριά εξακολουθούν να μην μπορούν να διατηρούν τα σπίτια τους επαρκώς ζεστά, μια κατάσταση που δυσχεραίνεται από την αύξηση των τιμών της ενέργειας, ενώ η ανισότητα εισοδήματος παραμένει μια πρόκληση για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό αντικατοπτρίζεται, επίσης, στο γεγονός ότι από τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) καμία ελληνική περιφέρεια δεν είχε ακόμη επιτύχει το 2022 τον στόχο 1 «Καμία φτώχεια» και τον στόχο 10 «Μειωμένες ανισότητες», με τις περισσότερες περιφέρειες να αντιμετωπίζουν ακόμη σημαντικές προκλήσεις, ιδίως όσον αφορά τον ΣΒΑ 10.
Σύμφωνα με τον δείκτη που παρουσιάζει τον αριθμό των νοικοκυριών που δεν μπορούν να διατηρήσουν το σπίτι τους επαρκώς ζεστό, ως ποσοστό του συνόλου των νοικοκυριών, και αποτελεί βασικό στοιχείο για την ενεργειακή φτώχεια, στη χώρα μας από το 2019 και μετά αυξάνεται και από το 17,9% φτάνει το 2023 στο 19,2%. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη πεντάδα με τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας μετά την Ισπανία και την Πορτογαλία (20,8%), τη Βουλγαρία (20,7%) και τη Λιθουανία (20%). Σημειώνεται ότι το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που διαμορφώνεται στο 10,6%, και συγκεκριμένα ο ελληνικός δείκτης είναι υψηλότερος κατά 81%.
Στην Ελλάδα η αδυναμία να διατηρηθεί το σπίτι επαρκώς ζεστό πλήττει περισσότερο τις πόλεις και τα προάστια, καθώς φτάνει στο 22%-23%, και λιγότερο τις αγροτικές περιοχές (κοντά στο 20%). Όμως στη χώρα μας εμφανίζονται και τα υψηλότερα μερίδια οφειλών για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ο δεύτερος σημαντικός δείκτης ενεργειακής φτώχειας), καθώς ανέρχονται στο 34% στις αγροτικές περιοχές και στο 28% στα αστικά κέντρα και προάστια (EU-SILC 2022). Την ίδια στιγμή, το 26,5% του πληθυσμού εκτιμάται ότι είναι ενεργειακά ευάλωτο.
Θερινή ενεργειακή φτώχεια
Στο μεταξύ, ολοένα και πιο επιτακτικά εμφανίζεται πλέον στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου η θερινή διάσταση της ενεργειακής φτώχειας με τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες για ψύξη το καλοκαίρι, καθώς πυκνώνουν οι παρατεταμένοι καύσωνες και οι ακραία υψηλές θερμοκρασίες, δυσχεραίνοντας περαιτέρω τη διαβίωση στα αστικά κέντρα, ιδίως για τις κοινωνικά και οικονομικά ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Η απειλή των κυμάτων καύσωνα είναι ακόμη πιο έντονη στις αστικές περιοχές λόγω του φαινομένου της θερμικής νησίδας, βάσει του οποίου οι υποδομές, οι πυκνοί πληθυσμοί και η ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί να αυξήσουν τις θερμοκρασίες στις πόλεις κατά 10 έως 15°C σε σύγκριση με τις κοντινές αγροτικές περιοχές.
Η θερινή ενεργειακή φτώχεια είναι μέρος της ενεργειακής φτώχειας, έχει παρόμοιες αιτίες, όπως η ανεπαρκής στέγαση, η ενεργειακή αναποτελεσματικότητα και οι οικονομικοί περιορισμοί, όμως τα σχετικά στοιχεία είναι ανεπαρκή και κατακερματισμένα, προς το παρόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 34% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνει πως δεν δροσίζεται επαρκώς στο σπίτι του το καλοκαίρι, ποσοστό που ανεβαίνει σχεδόν στο 50% στην περίπτωση των πλέον οικονομικά αδύναμων.
Υπερθέρμανση σπιτιών
Παράλληλα, τα περισσότερα ελληνικά σπίτια δεν μπορούν να προστατεύσουν επαρκώς τους κατοίκους από τις ολοένα αυξανόμενες θερινές θερμοκρασίες, όπως συμπεραίνει έρευνα της Greenpeace σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου (ΕΙΠΑΚ) που πραγματοποιήθηκε φέτος το καλοκαίρι σχετικά με την υπερθέρμανση των σπιτιών. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη διάρκεια του καύσωνα από τις 21 έως τις 27 Ιουλίου 2025 οι εσωτερικές θερμοκρασίες σε αμόνωτα και ελαφρώς ανακαινισμένα σπίτια έφτασαν κατά μέσο όρο τους 30-32°C, με μέγιστη θερμοκρασία τους 34°C σε σπίτι με ήπια ενεργειακή αναβάθμιση (Καλαμπάκα). Σε αρκετές περιπτώσεις (Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Καλαμπάκα) οι θερμοκρασίες ξεπέρασαν ακόμη και τους 34°C τις επόμενες ημέρες, παρότι ο καύσωνας είχε τελειώσει. Στις σημαντικά ανακαινισμένες κατοικίες οι θερμοκρασίες ήταν χαμηλότερες (27–29°C), ενώ στα «παθητικά» κτήρια κυμάνθηκαν σταθερά στους 26-28°C .
Όσο για τη χρήση της ψύξης, διαπιστώνεται γενικά ότι οι κάτοικοι είτε των αμόνωτων είτε των αναβαθμισμένων ενεργειακά κατοικιών καθυστέρησαν να ανοίξουν τα κλιματιστικά, ακόμη και στον καύσωνα του Ιουλίου, λόγω της ανησυχίας για τις υψηλές τιμές που έχει η κατανάλωση ενέργειας και του ενδεχόμενου να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά. Η ανεπάρκεια ή ακόμα και η απουσία μόνωσης στα κτήρια είναι ίσως η βασικότερη παράμετρος που επηρεάζει τη θερμοκρασία των σπιτιών αλλά και συνολικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων τους (προσμετρώντας και υψηλά επίπεδα υγρασίας, συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα, θορύβου κ.λπ). Όπως, επίσης, προκύπτει από την έρευνα, τα προγράμματα «Εξοικονομώ» για την ενεργειακή αναβάθμιση των σπιτιών εξαντλούνται κυρίως σε «ρηχές» παρεμβάσεις χαμηλότερης απόδοσης. Άλλωστε μόνο το 11,9% των πολιτών στην Ελλάδα δήλωσε κάποια βελτίωση ενεργειακής αποδοτικότητας στο σπίτι την τελευταία πενταετία, που αποτελεί το χαμηλότερο ποσοστό σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Όσο για την ψύξη, βρίσκεται στο περιθώριο, με τις σχετικές παρεμβάσεις να αντιμετωπίζονται ως δευτερεύουσες, δεδομένου ότι το σύστημα μετράει πόσο κρύοι είναι οι χειμώνες (κριτήρια με βάση βαθμοημέρες θέρμανσης) και όχι πόσο ζεστά είναι τα καλοκαίρια.
Πηγή: news.b2green.gr